- αντεκπέμπω
- ἀντεκπέμπω (Α)αποστέλλω με τη σειρά μου (στρατιωτική δύναμη εναντίον κάποιου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεκπέμπει — ἀντεκπέμπω send out in turn pres ind mp 2nd sg ἀντεκπέμπω send out in turn pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκπέμπουσι — ἀντεκπέμπω send out in turn pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντεκπέμπω send out in turn pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκπέμπουσιν — ἀντεκπέμπω send out in turn pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντεκπέμπω send out in turn pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεξέπεμπον — ἀντεκπέμπω send out in turn imperf ind act 3rd pl ἀντεκπέμπω send out in turn imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκπέμπεσθαι — ἀντεκπέμπω send out in turn pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek